Γκοντουνόφ, Μπόρις

Γκοντουνόφ, Μπόρις
(Boris Godunov, 1552 – 1605).Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Παντρεύτηκε την κόρη του δήμιου και εκτελεστή των διαταγών του τσάρου Ιβάν, Μαλούτα Σκουράτοφ. Όταν πέθανε ο τσάρος και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Ιβάνοβιτς, που ήταν διανοητικά καθυστερημένος, ο Γ. κατέστη παντοδύναμος. Μετά τον θάνατο μάλιστα του Θεόδωρου, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη μερίδας ευγενών, ο Γ. ανακηρύχθηκε τσάρος και κυβέρνησε τη χώρα απολυταρχικά. Οι μεγιστάνες και οι πρίγκιπες τον κατηγόρησαν τότε ως δολοφόνο του Δημητρίου, αδελφού του Θεόδωρου. Στις ημέρες της βασιλείας του, η χώρα γνώρισε πολλές συμφορές. Εξαιτίας της τρίχρονης αφορίας, πείνα και αργότερα πανούκλα θέριζαν τον πληθυσμό, ο οποίος θεωρούσε τον Γ. αιτία της κακοτυχίας του. Αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας αυτής ήταν και η συγκρότηση σε όλη τη χώρα μεγάλων ληστρικών ομάδων. Ο Γ. προσπάθησε μάταια να αποκαταστήσει την τάξη. Τότε εμφανίστηκε στην Ουκρανία ένα άγνωστο πρόσωπο που υποστήριζε ότι ήταν ο Δημήτριος, ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Ο λαός τον πίστεψε και οι πρίγκιπες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να συντρίψουν τον Γ. Οι Πολωνοί και ο τότε πάπας της Ρώμης βοήθησαν με στρατό τον Ψευδο-Δημήτριο, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται από τους νεότερους ιστορικούς, και το 1604 άρχισε την προέλασή του προς τη ρωσική πρωτεύουσα. Τον Απρίλιο του 1605 ο Γ. αυτοκτόνησε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος, αλλά οι μεγιστάνες και οι πρίγκιπες τον δολοφόνησαν μαζί με τη μητέρα του. Ο Γ. ήταν άνθρωπος φιλόδοξος, οξυδερκής και δόλιος. Το όνομά του αναφέρεται μεταξύ των σπουδαιότερων τσάρων της Ρωσίας, χωρίς ωστόσο το γεγονός αυτό να αμβλύνει τη φήμη του ως τύραννου. Ο περίφημος βαθύφωνος Φιοντόρ Σαλιάπιν στον «Μπόρις Γκοντουνόφ» του Μουσόρσκι, σε πίνακα του Αλεξάντρ Γκολόρβιν (Ρωσικό Μουσείο, Αγία Πετρούπολη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μπόρις Γκοντουνόφ — Τσάρος της Ρωσίας, ταταρικής καταγωγής. Βλ. λ. Γκοντουνόφ, Μπόρις …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην …   Dictionary of Greek

  • Ντιαγκίλεφ, Σεργκέι Παύλοβιτς — (Sergey Pavlovich Diaghilev, Νόβγκοροντ, Ρωσία 1872 – Βενετία, Ιταλία 1929). Ρώσος θεατρικός ιμπρεσάριος και κριτικός της τέχνης. Είναι δύσκολο να καθοριστεί η φυσιογνωμία του κορυφαίου αυτού καλλιτέχνη του χορού, που κατόρθωσε να προσδώσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ρομανόφ — Οικογένεια βογιάρων που καταγόταν από τον Ρομάν Γιούρεβιτς, συγγένεψε με τη δυναστεία των Ρούρικ και ανέβηκε στον θρόνο της Ρωσίας (1613) με τον Μιχαήλ, όταν εκείνη έσβησε, ύστερα από μια περίοδο αναταραχών με τον Μπόρις Γκοντουνόφ και τους ψευδο …   Dictionary of Greek

  • Σμολένσκ — Πόλη της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, 370 χλμ. ΝΔ της Μόσχας, στον ποταμό Δνείπερο (341 000 κάτ.). Η πόλη είναι αξιόλογο ποτάμιο λιμάνι και έχει αναπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων, μηχανών, ηλεκτρικών συσκευών, υφασμάτων, χημικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”